- φίνις
- τοάκλ. (λ. αγγλ.), επιτάχυνση δρομέα στην τελευταία φάση του τρεξίματός του: Λίγο πριν από το τέρμα του δρόμου των 400 μ. τους νίκησε, γιατί είχε δυνατό φίνις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.